- ὀλιγοθερμία
- ὀλιγοθερμίᾱ , ὀλιγοθερμίαpossession of little heatfem nom/voc/acc dualὀλιγοθερμίᾱ , ὀλιγοθερμίαpossession of little heatfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγοθερμία — η (Μ ὀλιγοθερμία) [ολιγόθερμος] το να έχει κάποιος λίγη θερμότητα, χαμηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek